- εξηνταριά
- η шестьдесят;
καμμιά εξηνταριά — около шестидесяти
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καμμιά εξηνταριά — около шестидесяти
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξηνταριά — η [εξήντα] φρ. «καμιά εξηνταριά» περίπου εξήντα … Dictionary of Greek
εξηνταριά — η 1. εξηντάδα (βλ. λ.). 2. (συνήθ. με το μια ή καμιά), περίπου εξήντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξηντάδα — η σύνολο 60 ομοειδών μονάδων ως νέα μονάδα, εξηνταριά (πρβλ. δεκάδα, δωδεκάδα κτό.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)